Translation meaning & definition of the word "alley" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κλειδί" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Alley
[Άλεϊ]/æli/
noun
1. A narrow street with walls on both sides
- synonym:
- alley ,
- alleyway ,
- back street
1. Ένας στενός δρόμος με τοίχους και στις δύο πλευρές
- συνώνυμο:
- άλλεϊ ,
- περαστικόσ ,
- πίσω δρόμος
2. A lane down which a bowling ball is rolled toward pins
- synonym:
- bowling alley ,
- alley ,
- skittle alley
2. Μια λωρίδα κάτω από την οποία μια μπάλα μπόουλινγκ τυλίγεται προς καρφίτσες
- συνώνυμο:
- μπόουλινγκ ,
- άλλεϊ ,
- αλογάκι
Examples of using
Thankfully, there was an Armani store just outside the alley where Dima had slept.
Ευτυχώς, υπήρχε ένα κατάστημα λίγο έξω από το δρομάκι όπου είχε κοιμηθεί η Δήμα.
This is a dead-end alley.
Αυτό είναι ένα αδιέξοδο.