Translation meaning & definition of the word "alleviate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αλλάξτε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Alleviate
[Ανακουφίζω]/əliviet/
verb
1. Provide physical relief, as from pain
- "This pill will relieve your headaches"
- synonym:
- relieve ,
- alleviate ,
- palliate ,
- assuage
1. Παρέχετε σωματική ανακούφιση, όπως από τον πόνο
- "Αυτό το χάπι θα ανακουφίσει τους πονοκεφάλους σας"
- συνώνυμο:
- ανακουφίζω ,
- παλληλατώ ,
- αναλύσει
2. Make easier
- "You could facilitate the process by sharing your knowledge"
- synonym:
- facilitate ,
- ease ,
- alleviate
2. Κάντε ευκολότερη
- "Θα μπορούσατε να διευκολύνετε τη διαδικασία μοιράζοντας τις γνώσεις σας"
- συνώνυμο:
- διευκολύνω ,
- ευκολία ,
- ανακουφίζω