Translation meaning & definition of the word "allergy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αλλεργία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Allergy
[Αλλεργία]/ælərʤi/
noun
1. Hypersensitivity reaction to a particular allergen
- Symptoms can vary greatly in intensity
- synonym:
- allergy ,
- allergic reaction
1. Αντίδραση υπερευαισθησίας σε ένα συγκεκριμένο αλλεργιογόνο
- Τα συμπτώματα μπορεί να ποικίλουν σε μεγάλο βαθμό σε ένταση
- συνώνυμο:
- αλλεργία ,
- αλλεργική αντίδραση
Examples of using
He has a drug allergy.
Έχει αλλεργία στα ναρκωτικά.
He has a drug allergy.
Έχει αλλεργία στα ναρκωτικά.