Translation meaning & definition of the word "allergic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αλλεργικός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Allergic
[Αλλεργική]/ələrʤɪk/
adjective
1. Characterized by or caused by allergy
- "An allergic reaction"
- synonym:
- allergic
1. Χαρακτηρίζεται ή προκαλείται από αλλεργία
- "Αλλεργική αντίδραση"
- συνώνυμο:
- αλλεργικός
2. Having an allergy or peculiar or excessive susceptibility (especially to a specific factor)
- "Allergic children"
- "Hypersensitive to pollen"
- synonym:
- allergic ,
- hypersensitive ,
- hypersensitized ,
- hypersensitised ,
- sensitized ,
- sensitised ,
- supersensitive ,
- supersensitized ,
- supersensitised
2. Έχοντας μια αλλεργία ή ιδιόμορφη ή υπερβολική ευαισθησία (ειδικά σε έναν συγκεκριμένο παράγοντα)
- "Αλλεργικά παιδιά"
- "Υπερευαίσθητο στη γύρη"
- συνώνυμο:
- αλλεργικός ,
- υπερευαίσθητο ,
- υπερευαισθητοποιημένο ,
- ευαισθητοποιημένη ,
- υπερευαίσθητοσ
Examples of using
I'm allergic to carrots.
Είμαι αλλεργικός στα καρότα.
She's allergic to cats.
Είναι αλλεργική στις γάτες.
He's allergic to cats.
Είναι αλλεργικός στις γάτες.