Translation meaning & definition of the word "allegro" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "αλληγορία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Allegro
[Αλέγκρο]/əlɛgroʊ/
noun
1. A brisk and lively tempo
- synonym:
- allegro
1. Ένας γρήγορος και ζωντανός ρυθμός
- συνώνυμο:
- αλλεργιο
2. A musical composition or musical passage to be performed quickly in a brisk lively manner
- synonym:
- allegro
2. Μια μουσική σύνθεση ή ένα μουσικό πέρασμα που πρέπει να εκτελείται γρήγορα με ζωντανό τρόπο
- συνώνυμο:
- αλλεργιο
adjective
1. (of tempo) fast
- synonym:
- allegro
1. ( τέμπ) γρήγορα
- συνώνυμο:
- αλλεργιο
adverb
1. In a quick and lively tempo
- "Play this section allegro"
- synonym:
- allegro
1. Σε γρήγορο και ζωντανό ρυθμό
- "Παίξτε αυτή την ενότητα αλληγορία"
- συνώνυμο:
- αλλεργιο