Translation meaning & definition of the word "allegiance" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "συμμαχία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Allegiance
[Ισχυρισμόσ]/əliʤəns/
noun
1. The act of binding yourself (intellectually or emotionally) to a course of action
- "His long commitment to public service"
- "They felt no loyalty to a losing team"
- synonym:
- commitment ,
- allegiance ,
- loyalty ,
- dedication
1. Η πράξη της δέσμευσης του εαυτού σας (διανοητικά ή συναισθηματικά) σε μια πορεία δράσης
- "Η μακροχρόνια δέσμευσή του στη δημόσια υπηρεσία"
- "Δεν ένιωσαν πίστη σε μια χαμένη ομάδα"
- συνώνυμο:
- δέσμευση ,
- αφοσίωση ,
- πίστη ,
- αφιέρωση
2. The loyalty that citizens owe to their country (or subjects to their sovereign)
- synonym:
- allegiance ,
- fealty
2. Η πίστη που οφείλουν οι πολίτες στη χώρα τους (ή υποκείμενα στο κυρίαρχο ) τους
- συνώνυμο:
- αφοσίωση ,
- προστασία