Translation meaning & definition of the word "allay" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αλλά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Allay
[Αλλάζω]/əle/
verb
1. Lessen the intensity of or calm
- "The news eased my conscience"
- "Still the fears"
- synonym:
- still ,
- allay ,
- relieve ,
- ease
1. Μειώστε την ένταση ή ηρεμήστε
- "Η είδηση απαλύνει τη συνείδησή μου"
- "Ακόμα οι φόβοι"
- συνώνυμο:
- ακόμα ,
- αλλάζω ,
- ανακουφίζω ,
- ευκολία
2. Satisfy (thirst)
- "The cold water quenched his thirst"
- synonym:
- quench ,
- slake ,
- allay ,
- assuage
2. Ικανοποιήστε (θερμο)
- "Το κρύο νερό σβήνει τη δίψα του"
- συνώνυμο:
- σβήνω ,
- λάσπη ,
- αλλάζω ,
- αναλύσει