Translation meaning & definition of the word "alkali" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αλκάλι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Alkali
[Αλκάλι]/ælkəlaɪ/
noun
1. Any of various water-soluble compounds capable of turning litmus blue and reacting with an acid to form a salt and water
- "Bases include oxides and hydroxides of metals and ammonia"
- synonym:
- base ,
- alkali
1. Οποιαδήποτε από τις διάφορες υδατοδιαλυτές ενώσεις ικανές να μετατρέψουν το μπλε και να αντιδράσουν με ένα οξύ για να σχηματίσουν αλάτι κα
- "Οι βάσεις περιλαμβάνουν οξείδια και υδροξείδια των μετάλλων και της αμμωνίας"
- συνώνυμο:
- βάση ,
- αλκάλι
2. A mixture of soluble salts found in arid soils and some bodies of water
- Detrimental to agriculture
- synonym:
- alkali
2. Ένα μείγμα διαλυτών αλάτων που βρίσκονται σε ξηρά εδάφη και μερικά σώματα νερού
- Επιζήμια για τη γεωργία
- συνώνυμο:
- αλκάλι