Translation meaning & definition of the word "alight" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ευθεία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Alight
[Ελάφι]/əlaɪt/
verb
1. To come to rest, settle
- "Misfortune lighted upon him"
- synonym:
- alight ,
- light ,
- perch
1. Για να έρθετε να ξεκουραστείτε, εγκατασταθείτε
- "Η τύχη φωτίστηκε πάνω του"
- συνώνυμο:
- αναμμένοσ ,
- φως ,
- πέρκα
2. Come down
- "The birds alighted"
- synonym:
- alight ,
- climb down
2. Κατεβαίνω
- "Τα πουλιά ανατράπηκαν"
- συνώνυμο:
- αναμμένοσ ,
- κατεβαίνω
adjective
1. Lighted up by or as by fire or flame
- "Forests set ablaze (or afire) by lightning"
- "Even the car's tires were aflame"
- "A night aflare with fireworks"
- "Candles alight on the tables"
- "Houses on fire"
- synonym:
- ablaze(p) ,
- afire(p) ,
- aflame(p) ,
- aflare(p) ,
- alight(p) ,
- on fire(p)
1. Φωτίζεται από ή όπως με τη φωτιά ή τη φλόγα
- "Τα δάση αφαιρούν το ( ή το αφιε) από τον κεραυνό"
- "Ακόμα και τα ελαστικά του αυτοκινήτου ήταν φλογερά"
- "Μια νύχτα φωτογραφία με πυροτεχνήματα"
- "Καλσόνια αναμμένα στα τραπέζια"
- "Σπίτια στη φωτιά"
- συνώνυμο:
- αφλαζ()<TAG1> ,
- αφηρυ() ,
- αφλαμε() ,
- αφλαρε() ,
- αλφατ() ,
- στη φωτιά()