Translation meaning & definition of the word "alienate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αλληλοενοποιημένη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Alienate
[Αποστειρώνω]/eljənet/
verb
1. Arouse hostility or indifference in where there had formerly been love, affection, or friendliness
- "She alienated her friends when she became fanatically religious"
- synonym:
- estrange ,
- alienate ,
- alien ,
- disaffect
1. Ξυπνήστε την εχθρότητα ή την αδιαφορία στο σημείο όπου υπήρχε προηγουμένως αγάπη, στοργή ή φιλικότητα
- "Αποξένωσε τους φίλους της όταν έγινε φανατικά θρησκευόμενη"
- συνώνυμο:
- αποξενώνω ,
- αλλοδαπός ,
- δυσαρέσκεια
2. Transfer property or ownership
- "The will aliened the property to the heirs"
- synonym:
- alien ,
- alienate
2. Μεταφορά ιδιοκτησίας ή ιδιοκτησίας
- "Θα αποξενώσει την ιδιοκτησία στους κληρονόμους"
- συνώνυμο:
- αλλοδαπός ,
- αποξενώνω
3. Make withdrawn or isolated or emotionally dissociated
- "The boring work alienated his employees"
- synonym:
- alienate
3. Αποσυρθείτε ή απομονωθείτε ή διαχωριστείτε συναισθηματικά
- "Η βαρετή δουλειά αποξένωσε τους υπαλλήλους του"
- συνώνυμο:
- αποξενώνω