Translation meaning & definition of the word "alien" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αλιέν" στην ελληνική γλώσσα
Alien
[Αλλοδαπός]noun
1. A person who comes from a foreign country
- Someone who does not owe allegiance to your country
- synonym:
- foreigner ,
- alien ,
- noncitizen ,
- outlander
1. Είναι ένας άνθρωπος που κατάγεται από μια ξένη χώρα
- Κάποιος που δεν οφείλει υποταγή στη χώρα σας
- συνώνυμο:
- ξένοσ ,
- αλλοδαπός ,
- μη πολίτες ,
- εξωτερικός
2. Anyone who does not belong in the environment in which they are found
- synonym:
- stranger ,
- alien ,
- unknown
2. Όποιος δεν ανήκει στο περιβάλλον στο οποίο βρίσκεται
- συνώνυμο:
- ξένος ,
- αλλοδαπός ,
- άγνωστος
3. A form of life assumed to exist outside the earth or its atmosphere
- synonym:
- extraterrestrial being ,
- extraterrestrial ,
- alien
3. Μια μορφή ζωής που υποτίθεται ότι υπάρχει έξω από τη γη ή την ατμόσφαιρά της
- συνώνυμο:
- εξωγήινο ον ,
- εξωγήινο ,
- αλλοδαπός
verb
1. Transfer property or ownership
- "The will aliened the property to the heirs"
- synonym:
- alien ,
- alienate
1. Μεταφορά ιδιοκτησίας ή ιδιοκτησίας
- "Θα αποξενώσει την ιδιοκτησία στους κληρονόμους"
- συνώνυμο:
- αλλοδαπός ,
- αποξενώνω
2. Arouse hostility or indifference in where there had formerly been love, affection, or friendliness
- "She alienated her friends when she became fanatically religious"
- synonym:
- estrange ,
- alienate ,
- alien ,
- disaffect
2. Ξυπνήστε την εχθρότητα ή την αδιαφορία στο σημείο όπου υπήρχε προηγουμένως αγάπη, στοργή ή φιλικότητα
- "Αποξένωσε τους φίλους της όταν έγινε φανατικά θρησκευόμενη"
- συνώνυμο:
- αποξενώνω ,
- αλλοδαπός ,
- δυσαρέσκεια
adjective
1. Not contained in or deriving from the essential nature of something
- "An economic theory alien to the spirit of capitalism"
- "The mysticism so foreign to the french mind and temper"
- "Jealousy is foreign to her nature"
- synonym:
- alien ,
- foreign
1. Δεν περιέχεται ή προέρχεται από την ουσιαστική φύση του κάτι
- "Μια οικονομική θεωρία ξένη προς το πνεύμα του καπιταλισμού"
- "Ο μυστικισμός είναι τόσο ξένος στο γαλλικό μυαλό και την ψυχραιμία"
- "Η ζήλια είναι ξένη προς τη φύση της"
- συνώνυμο:
- αλλοδαπός ,
- ξένος
2. Being or from or characteristic of another place or part of the world
- "Alien customs"
- "Exotic plants in a greenhouse"
- "Exotic cuisine"
- synonym:
- alien ,
- exotic
2. Όντας ή από ή χαρακτηριστικό ενός άλλου τόπου ή μέρους του κόσμου
- "Αλλοδαπά έθιμα"
- "Εξωτικά φυτά σε ένα θερμοκήπιο"
- "Εξωτική κουζίνα"
- συνώνυμο:
- αλλοδαπός ,
- εξωτικός