Translation meaning & definition of the word "algae" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φύκη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Algae
[Άλγη]/ælʤi/
noun
1. Primitive chlorophyll-containing mainly aquatic eukaryotic organisms lacking true stems and roots and leaves
- synonym:
- alga ,
- algae
1. Πρωτόγονοι οργανισμοί που περιέχουν χλωροφύλλη κυρίως υδρόβιους ευκαρυωτικούς οργανισμούς στερούνται αληθινών μίσχων και ριζών και φύλλων
- συνώνυμο:
- άλγη
Examples of using
This land is covered by a verdant carpet of mosses, algae, and lichen.
Αυτή η γη καλύπτεται από ένα καταπράσινο χαλί από βρύα, φύκια και λειχήνες.