Translation meaning & definition of the word "alfalfa" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "άλφα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Alfalfa
[Αλφάλφα]/ælfælfə/
noun
1. Important european leguminous forage plant with trifoliate leaves and blue-violet flowers grown widely as a pasture and hay crop
- synonym:
- alfalfa ,
- lucerne ,
- Medicago sativa
1. Σημαντικό ευρωπαϊκό φυτό φυτικής προέλευσης με τρίφυλλα φύλλα και μπλε-ιώδη λουλούδια που καλλιεργούνται ευρέως ως βοσκότοπος
- συνώνυμο:
- αλφάλφα ,
- λουκέρνη ,
- Σατίβα του Μεντάγκο
2. Leguminous plant grown for hay or forage
- synonym:
- alfalfa
2. Φυτό που καλλιεργείται για σανό ή ζωοτροφή
- συνώνυμο:
- αλφάλφα