Translation meaning & definition of the word "alert" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "ειδοποίηση" στην ελληνική γλώσσα
Alert
[Προειδοποίηση]noun
1. Condition of heightened watchfulness or preparation for action
- "Bombers were put on alert during the crisis"
- synonym:
- alert ,
- qui vive
1. Κατάσταση αυξημένης προσοχής ή προετοιμασίας για δράση
- "Οι βομβαρδισμοί τέθηκαν σε επιφυλακή κατά τη διάρκεια της κρίσης"
- συνώνυμο:
- ειδοποίηση ,
- απολαυστικός
2. A warning serves to make you more alert to danger
- synonym:
- alert ,
- alerting
2. Μια προειδοποίηση χρησιμεύει για να σας κάνει πιο συναγερμό για τον κίνδυνο
- συνώνυμο:
- ειδοποίηση
3. An automatic signal (usually a sound) warning of danger
- synonym:
- alarm ,
- alert ,
- warning signal ,
- alarum
3. Ένα αυτόματο σήμα (συνήθως ένας ήχος) προειδοποίηση για τον κίνδυνο
- συνώνυμο:
- συναγερμός ,
- ειδοποίηση ,
- προειδοποιητικό σήμα ,
- αλαρού
verb
1. Warn or arouse to a sense of danger or call to a state of preparedness
- "The empty house alarmed him"
- "We alerted the new neighbors to the high rate of burglaries"
- synonym:
- alarm ,
- alert
1. Προειδοποίηση ή προβολή σε μια αίσθηση κινδύνου ή κάλεσμα σε μια κατάσταση ετοιμότητας
- "Το άδειο σπίτι τον ανησύχησε"
- "Ειδοποιήσαμε τους νέους γείτονες για το υψηλό ποσοστό των διαρρήξεων"
- συνώνυμο:
- συναγερμός ,
- ειδοποίηση
adjective
1. Engaged in or accustomed to close observation
- "Caught by a couple of alert cops"
- "Alert enough to spot the opportunity when it came"
- "Constantly alert and vigilant, like a sentinel on duty"
- synonym:
- alert ,
- watchful
1. Ασχολούνται ή να συνηθίσουν να κλείσουν την παρατήρηση
- "Πιάστηκε από μερικούς μπάτσους συναγερμού"
- "Αρκετά για να εντοπίσετε την ευκαιρία όταν ήρθε"
- "Συνεχώς σε εγρήγορση και επαγρύπνηση, όπως ένας στέλεχος στο καθήκον"
- συνώνυμο:
- ειδοποίηση ,
- άγρυπνοσ
2. Quick and energetic
- "A brisk walk in the park"
- "A lively gait"
- "A merry chase"
- "Traveling at a rattling rate"
- "A snappy pace"
- "A spanking breeze"
- synonym:
- alert ,
- brisk ,
- lively ,
- merry ,
- rattling ,
- snappy ,
- spanking ,
- zippy
2. Γρήγορη και ενεργητική
- "Ένα γρήγορο περπάτημα στο πάρκο"
- "Ένα ζωντανό βάδισμα"
- "Ένα χαρούμενο κυνηγητό"
- "Ταξιδεύοντας με ρυθμό κουδουνίσματος"
- "Ένας απειλητικός ρυθμός"
- "Ένα χτυπητό αεράκι"
- συνώνυμο:
- ειδοποίηση ,
- βρυχικόσ ,
- ζωηρός ,
- χαρούμενος ,
- κουδουνίζω ,
- αναπηδήσ ,
- πατώ ,
- τσιγγούνησ
3. Mentally perceptive and responsive
- "An alert mind"
- "Alert to the problems"
- "Alive to what is going on"
- "Awake to the dangers of her situation"
- "Was now awake to the reality of his predicament"
- synonym:
- alert ,
- alive(p) ,
- awake(p)
3. Διανοητικά αντιληπτική και ανταποκρινόμενη
- "Μυαλό σε εγρήγορση"
- "Προειδοποίηση για τα προβλήματα"
- "Ζωντανό σε αυτό που συμβαίνει"
- "Αφουγκραστείτε τους κινδύνους της κατάστασής της"
- "Ήταν τώρα ξύπνιος στην πραγματικότητα της κατάστασής του"
- συνώνυμο:
- ειδοποίηση ,
- ζωντανός()<TAG1> ,
- ()<TAG1><TAG1>