Translation meaning & definition of the word "ale" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πώληση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ale
[Αλέξανδρος]/el/
noun
1. A general name for beer made with a top fermenting yeast
- In some of the united states an ale is (by law) a brew of more than 4% alcohol by volume
- synonym:
- ale
1. Ένα γενικό όνομα για μπύρα που γίνεται με κορυφαία ζύμωση ζύμης
- Σε ορισμένες από τις ηνωμένες πολιτείες ένας άλευρος είναι (βία παρασκευή περισσότερο από 4% αλκοόλ κατ' όγκο
- συνώνυμο:
- άλε