Translation meaning & definition of the word "alder" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παραπάνω" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Alder
[Γηραιότερος]/ɔldər/
noun
1. Wood of any of various alder trees
- Resistant to underwater rot
- Used for bridges etc
- synonym:
- alder
1. Ξύλο οποιουδήποτε από τα διάφορα δέντρα
- Ανθεκτικό στην υποβρύχια σήψη
- Χρησιμοποιημένος για τις γέφυρες κ.λπ
- συνώνυμο:
- άλντερ
2. North temperate shrubs or trees having toothed leaves and conelike fruit
- Bark is used in tanning and dyeing and the wood is rot-resistant
- synonym:
- alder ,
- alder tree
2. Βόρειοι εύκρατοι θάμνοι ή δέντρα που έχουν οδοντωτά φύλλα και καρπούς
- Ο φλοιός χρησιμοποιείται στο μαύρισμα και τη βαφή και το ξύλο είναι ανθεκτικό στη σήψη
- συνώνυμο:
- άλντερ ,
- αλντέρ