Translation meaning & definition of the word "alcove" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αφαίρεση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Alcove
[Αλκόβη]/ælkoʊv/
noun
1. A small recess opening off a larger room
- synonym:
- alcove ,
- bay
1. Μια μικρή εσοχή που ανοίγει ένα μεγαλύτερο δωμάτιο
- συνώνυμο:
- αλκόβε ,
- κόλπος