Translation meaning & definition of the word "alcoholic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αλκοολικός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Alcoholic
[Αλκοολικός]/ælkəhɑlɪk/
noun
1. A person who drinks alcohol to excess habitually
- synonym:
- alcoholic ,
- alky ,
- dipsomaniac ,
- boozer ,
- lush ,
- soaker ,
- souse
1. Ένα άτομο που πίνει αλκοόλ σε υπερβολική συνήθεια
- συνώνυμο:
- αλκοολικός ,
- άλκυ ,
- διψομανήσ ,
- παραφυάδα ,
- πλούσιος ,
- απολαμβάνων ,
- σπίτι
adjective
1. Characteristic of or containing alcohol
- "Alcoholic drinks"
- synonym:
- alcoholic
1. Χαρακτηριστικό ή περιέχει αλκοόλ
- "Αλκοολούχα ποτά"
- συνώνυμο:
- αλκοολικός
2. Addicted to alcohol
- "Alcoholic expatriates in paris"- carl van doren
- synonym:
- alcoholic ,
- alcohol-dependent
2. Εθισμένος στο αλκοόλ
- "Αλκοολικοί ομογενείς στο παρίσι" - καρλ βαν ντόρεν
- συνώνυμο:
- αλκοολικός ,
- εξαρτώμενος από το αλκοόλ
Examples of using
My name is Tom and I'm an alcoholic.
Το όνομά μου είναι Τομ και είμαι αλκοολικός.
I'm an alcoholic.
Είμαι αλκοολικός.
Tom doesn't drink alcoholic drinks at all.
Ο Τομ δεν πίνει αλκοολούχα ποτά.