Translation meaning & definition of the word "alchemist" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αλχημιστής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Alchemist
[Αλχημιστής]/ælʧəmɪst/
noun
1. One who was versed in the practice of alchemy and who sought an elixir of life and a panacea and an alkahest and the philosopher's stone
- synonym:
- alchemist
1. Κάποιος που έμαθε στην πρακτική της αλχημείας και που αναζήτησε ένα ελιξίριο ζωής και μια πανάκεια και ένα αλκασέ και το φιλόσοφο
- συνώνυμο:
- αλχημιστής