Translation meaning & definition of the word "albumin" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αλβουμίνη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Albumin
[Λευκωματίνη]/ælbjumən/
noun
1. A simple water-soluble protein found in many animal tissues and liquids
- synonym:
- albumin ,
- albumen
1. Μια απλή υδατοδιαλυτή πρωτεΐνη που βρίσκεται σε πολλούς ζωικούς ιστούς και υγρά
- συνώνυμο:
- λευκωματίνη ,
- άλμπουμ