Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "alarm" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συναγερμός" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Alarm

[Συναγερμός]
/əlɑrm/

noun

1. Fear resulting from the awareness of danger

    synonym:
  • alarm
  • ,
  • dismay
  • ,
  • consternation

1. Φόβος που προκύπτει από την επίγνωση του κινδύνου

    συνώνυμο:
  • συναγερμός
  • ,
  • απογοητευτικός
  • ,
  • αναστάτωση

2. A device that signals the occurrence of some undesirable event

    synonym:
  • alarm
  • ,
  • warning device
  • ,
  • alarm system

2. Μια συσκευή που σηματοδοτεί την εμφάνιση κάποιου ανεπιθύμητου γεγονότος

    συνώνυμο:
  • συναγερμός
  • ,
  • συσκευή προειδοποίησης
  • ,
  • σύστημα συναγερμού

3. An automatic signal (usually a sound) warning of danger

    synonym:
  • alarm
  • ,
  • alert
  • ,
  • warning signal
  • ,
  • alarum

3. Ένα αυτόματο σήμα (συνήθως ένας ήχος) προειδοποίηση για τον κίνδυνο

    συνώνυμο:
  • συναγερμός
  • ,
  • ειδοποίηση
  • ,
  • προειδοποιητικό σήμα
  • ,
  • αλαρού

4. A clock that wakes a sleeper at some preset time

    synonym:
  • alarm clock
  • ,
  • alarm

4. Ένα ρολόι που ξυπνά έναν κοιμώμενο σε κάποιο προκαθορισμένο χρόνο

    συνώνυμο:
  • ξυπνητήρι
  • ,
  • συναγερμός

verb

1. Fill with apprehension or alarm

  • Cause to be unpleasantly surprised
  • "I was horrified at the thought of being late for my interview"
  • "The news of the executions horrified us"
    synonym:
  • dismay
  • ,
  • alarm
  • ,
  • appal
  • ,
  • appall
  • ,
  • horrify

1. Γεμίστε με ανησυχία ή συναγερμό

  • Επειδή εκπλήσσεται δυσάρεστα
  • "Ήμουν τρομοκρατημένος από τη σκέψη ότι άργησα για τη συνέντευξή μου"
  • "Η είδηση των εκτελέσεων μας τρομοκρατούσε"
    συνώνυμο:
  • απογοητευτικός
  • ,
  • συναγερμός
  • ,
  • εφαρμοστήσ
  • ,
  • απάντηση
  • ,
  • τρομοκρατώ

2. Warn or arouse to a sense of danger or call to a state of preparedness

  • "The empty house alarmed him"
  • "We alerted the new neighbors to the high rate of burglaries"
    synonym:
  • alarm
  • ,
  • alert

2. Προειδοποίηση ή προβολή σε μια αίσθηση κινδύνου ή κάλεσμα σε μια κατάσταση ετοιμότητας

  • "Το άδειο σπίτι τον ανησύχησε"
  • "Ειδοποιήσαμε τους νέους γείτονες για το υψηλό ποσοστό των διαρρήξεων"
    συνώνυμο:
  • συναγερμός
  • ,
  • ειδοποίηση

Examples of using

The last thing Tom does every night before going to sleep is set his alarm clock.
Το τελευταίο πράγμα που κάνει ο Τομ κάθε βράδυ πριν πάει για ύπνο είναι να θέσει το ξυπνητήρι του.
Tom set his alarm clock for 100:100.
Ο Τομ έβαλε το ξυπνητήρι του για 100:100.
Before I went to bed, I set the alarm clock for seven.
Πριν πάω για ύπνο, έβαλα το ξυπνητήρι για επτά.