Translation meaning & definition of the word "al" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αλ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Al
[Αλ]/æl/
noun
1. A silvery ductile metallic element found primarily in bauxite
- synonym:
- aluminum ,
- aluminium ,
- Al ,
- atomic number 13
1. Ένα αργυροειδή όλκιμο μεταλλικό στοιχείο που βρίσκεται κυρίως στο βωξίτη
- συνώνυμο:
- αλουμίνιο ,
- Αλ ,
- ατομικός αριθμός 13
2. A state in the southeastern united states on the gulf of mexico
- One of the confederate states during the american civil war
- synonym:
- Alabama ,
- Heart of Dixie ,
- Camellia State ,
- AL
2. Μια πολιτεία στις νοτιοανατολικές ηνωμένες πολιτείες στον κόλπο του μεξικού
- Ένα από τα κράτη της συνομοσπονδίας κατά τη διάρκεια του αμερικανικού εμφυλίου πολέμου
- συνώνυμο:
- Αλαμπάμα ,
- Καρδιά της Ντίξι ,
- Πολιτεία Καμέλια ,
- ΑΛ
Examples of using
Rubleŭskaja created very believable images of such historical figures as Francysk Skaryna, Franc Savič, Barbara Radzivił et al.
Ο Ρούβελσκαγια δημιούργησε πολύ πιστευτές εικόνες τέτοιων ιστορικών μορφών όπως ο Φράνκισκ Σκάρυνα, ο Φρανκ Σάβι, η Μπάρμπαρα Ραντίβι κ.ά.