Translation meaning & definition of the word "akimbo" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ακίμπο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Akimbo
[Ακίμπο]/əkɪmboʊ/
adjective
1. (used of arms and legs) bent outward with the joint away from the body
- "A tailor sitting with legs akimbo"
- "Stood with arms akimbo"
- synonym:
- akimbo(ip)
1. (χρησιμοποιείται για τα χέρια και τα πόδια) λυγισμένο προς τα έξω με την άρθρωση μακριά από το σώμα
- "Ένας ράφτης κάθεται με τα πόδια ακίμπο"
- "Κατάλαβε με τα χέρια ακίμπο"
- συνώνυμο:
- ακιμβοϊπ(
adverb
1. With hands on hips and elbows extending outward
- "She stood there akimbo"
- synonym:
- akimbo
1. Με τα χέρια στους γοφούς και τους αγκώνες που εκτείνονται προς τα έξω
- "Στάθηκε εκεί ακίμπο"
- συνώνυμο:
- ακίμπο