Translation meaning & definition of the word "ajar" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ατζαρ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ajar
[Αζάρ]/əʤɑr/
adjective
1. Slightly open
- "The door was ajar"
- synonym:
- ajar(p)
1. Ελαφρώς ανοιχτό
- "Η πόρτα ήταν αχαλίνωτη"
- συνώνυμο:
- ατζα()<TAG1><TAG1>