Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "airy" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "νεράιδα" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Airy

[Ευάεροσ]
/ɛri/

adjective

1. Open to or abounding in fresh air

  • "Airy rooms"
    synonym:
  • aired
  • ,
  • airy

1. Ανοιχτό ή αφθονημένο στον καθαρό αέρα

  • "Παραμυθένια δωμάτια"
    συνώνυμο:
  • προβλήθηκε
  • ,
  • ευάεροσ

2. Not practical or realizable

  • Speculative
  • "Airy theories about socioeconomic improvement"
  • "Visionary schemes for getting rich"
    synonym:
  • airy
  • ,
  • impractical
  • ,
  • visionary
  • ,
  • Laputan
  • ,
  • windy

2. Δεν είναι πρακτικό ή πραγματοποιήσιμο

  • Κερδοσκοπικόσ
  • "Γαλακτοκομικά πράγματα για την κοινωνικοοικονομική βελτίωση"
  • "Προσωρινά συστήματα για να γίνει πλούσιος"
    συνώνυμο:
  • ευάεροσ
  • ,
  • ανέφικτοσ
  • ,
  • οραματιστής
  • ,
  • Λαπουτάν
  • ,
  • ανεμώδησ

3. Having little or no perceptible weight

  • So light as to resemble air
  • "Airy gauze curtains"
    synonym:
  • airy

3. Έχοντας λίγο ή καθόλου αισθητό βάρος

  • Τόσο ελαφρύ ώστε να μοιάζει με τον αέρα
  • "Γαλακτοκομικά κουρτίνες γάζας"
    συνώνυμο:
  • ευάεροσ

4. Characterized by lightness and insubstantiality

  • As impalpable or intangible as air
  • "Figures light and aeriform come unlooked for and melt away"- thomas carlyle
  • "Aerial fancies"
  • "An airy apparition"
  • "Physical rather than ethereal forms"
    synonym:
  • aeriform
  • ,
  • aerial
  • ,
  • airy
  • ,
  • aery
  • ,
  • ethereal

4. Χαρακτηρίζεται από ελαφρότητα και ανυπόστατη

  • Ως αδιάβλητος ή άυλος ως αέρας
  • "Τα σχήματα του φωτός και της αεροτομής έρχονται χωρίς να τα παρακολουθήσουν και να λιώσουν" - τόμας καρλάιλ
  • "Αεροπορικές φαντασιώσεις"
  • "Ευάερη εμφάνιση"
  • "Φυσικές και όχι αιθέριες μορφές"
    συνώνυμο:
  • αεροειδής
  • ,
  • εναέρια
  • ,
  • ευάεροσ
  • ,
  • αερίων
  • ,
  • αιθέρια