Translation meaning & definition of the word "airway" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αεραγωγός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Airway
[Αεραγωγός]/ɛrwe/
noun
1. A duct that provides ventilation (as in mines)
- synonym:
- air passage ,
- air duct ,
- airway
1. Ένας αγωγός που παρέχει εξαερισμό (α σε ορυχεία)
- συνώνυμο:
- πέρασμα αέρα ,
- αεραγωγός ,
- αεραγωγών
2. A designated route followed by airplanes in flying from one airport to another
- synonym:
- air lane ,
- flight path ,
- airway ,
- skyway
2. Μια καθορισμένη διαδρομή που ακολουθείται από αεροπλάνα που πετούν από το ένα αεροδρόμιο στο άλλο
- συνώνυμο:
- λωρίδα αέρα ,
- διαδρομή πτήσης ,
- αεραγωγών ,
- από τον ουρανό
3. The passages through which air enters and leaves the body
- synonym:
- respiratory tract ,
- airway
3. Τα περάσματα μέσω των οποίων ο αέρας εισέρχεται και φεύγει από το σώμα
- συνώνυμο:
- αναπνευστική οδό ,
- αεραγωγών
4. A commercial enterprise that provides scheduled flights for passengers
- synonym:
- airline ,
- airline business ,
- airway
4. Εμπορική επιχείρηση που παρέχει προγραμματισμένες πτήσεις για τους επιβάτες
- συνώνυμο:
- αεροπορική εταιρεία ,
- αεραγωγών