Translation meaning & definition of the word "airtight" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αεροστεγής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Airtight
[Αεροστεγήσ]/ɛrtaɪt/
adjective
1. Having no weak points
- "An airtight defense"
- "An airtight argument"
- synonym:
- airtight ,
- air-tight
1. Χωρίς αδύναμα σημεία
- "Αεροστεγής άμυνα"
- "Αεροστεγές επιχείρημα"
- συνώνυμο:
- αεροστεγήσ ,
- αεροστεγής
2. Not allowing air or gas to pass in or out
- synonym:
- airtight ,
- air-tight ,
- gas-tight
2. Δεν επιτρέπει στον αέρα ή το φυσικό αέριο να περάσει μέσα ή έξω
- συνώνυμο:
- αεροστεγήσ ,
- αεροστεγής ,
- στεγανός