Translation meaning & definition of the word "airmail" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αεροπορικός εταίρος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Airmail
[Αεροπορική]/ɛrmel/
noun
1. Letters and packages that are transported by aircraft
- synonym:
- airmail
1. Επιστολές και πακέτα που μεταφέρονται με αεροσκάφη
- συνώνυμο:
- αεροπορική εταιρεία
2. A system of conveying mail by aircraft
- synonym:
- airmail ,
- airpost
2. Ένα σύστημα μεταφοράς αλληλογραφίας από αεροσκάφη
- συνώνυμο:
- αεροπορική εταιρεία
verb
1. Send or transport by airmail
- "Letters to europe from the u.s. are best airmailed"
- synonym:
- airmail
1. Αποστολή ή μεταφορά με αεροπορικό ταχυδρομείο
- "Τα αδέλφια στην ευρώπη από τις ηπα είναι καλύτερα αεροπορικώς"
- συνώνυμο:
- αεροπορική εταιρεία
Examples of using
She sent the letter by airmail.
Έστειλε την επιστολή με αεροπλάνο.
I'm sending you a birthday present by airmail.
Σας στέλνω ένα δώρο γενεθλίων μέσω αεροπορικού ταχυδρομείου.
What's the airmail rate?
Ποιος είναι ο ρυθμός αεροπορικών μηνυμάτων?