Translation meaning & definition of the word "airing" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αέρας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Airing
[Αερισμός]/ɛrɪŋ/
noun
1. The opening of a subject to widespread discussion and debate
- synonym:
- dissemination ,
- airing ,
- public exposure ,
- spreading
1. Το άνοιγμα ενός θέματος σε ευρεία συζήτηση και συζήτηση
- συνώνυμο:
- διάδοση ,
- αερισμό ,
- δημόσια έκθεση ,
- εξάπλωση
2. A short excursion (a walk or ride) in the open air
- "He took the dogs for an airing"
- synonym:
- airing
2. Μια σύντομη εκδρομή (α με τα πόδια ή βόλτα) στην ύπαιθρο
- "Πήρε τα σκυλιά για έναν αερισμό"
- συνώνυμο:
- αερισμό
3. The act of supplying fresh air and getting rid of foul air
- synonym:
- ventilation ,
- airing
3. Η πράξη της παροχής καθαρού αέρα και να απαλλαγούμε από τον φάουλ αέρα
- συνώνυμο:
- εξαερισμός ,
- αερισμό