Translation meaning & definition of the word "airfield" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αεροδρόμιο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Airfield
[Αεροδρόμιο]/ɛrfild/
noun
1. A place where planes take off and land
- synonym:
- airfield ,
- landing field ,
- flying field ,
- field
1. Ένα μέρος όπου τα αεροπλάνα απογειώνονται και προσγειώνονται
- συνώνυμο:
- αεροδρόμιο ,
- προσγείωση ,
- ιπτάμενος τομέας ,
- πεδίο
Examples of using
The airfield on the island is now covered with weeds.
Το αεροδρόμιο του νησιού είναι πλέον καλυμμένο με ζιζάνια.