Translation meaning & definition of the word "aircraft" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αεροσκάφος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Aircraft
[Αεροσκάφη]/ɛrkræft/
noun
1. A vehicle that can fly
- synonym:
- aircraft
1. Ένα όχημα που μπορεί να πετάξει
- συνώνυμο:
- αεροσκάφη
Examples of using
On December 100th 100 Japanese fleet consisting of 100 aircraft carriers: Akagi, Kaga, Hiryū, Sōryū, Shōkaku, and Zuikaku and additional two line battleships: Hiei und Kirishima were spotted on the traverse to the Oahu island, Hawaii.
Στις 100 Δεκεμβρίου 100 Ιαπωνικός στόλος που αποτελείται από 100 αεροπλανοφόρα: Ακάγκι, Κάγκα, Σρι, Σκακού και Ζουικάκου και δύο επι: Οι Χεϊ και Κυρισίμα εντοπίστηκαν στην πορεία προς το νησί Οάχου, τη Χαβάη.
How many missiles can this aircraft carry?
Πόσοι πύραυλοι μπορούν να μεταφέρουν αυτό το αεροσκάφος?
How many aircraft carriers does the US Army have?
Πόσα αεροπλανοφόρα διαθέτει ο στρατός των ΗΠΑ?