Translation meaning & definition of the word "air" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αέρας" στην ελληνική γλώσσα
Air
[Αέρας]noun
1. A mixture of gases (especially oxygen) required for breathing
- The stuff that the wind consists of
- "Air pollution"
- "A smell of chemicals in the air"
- "Open a window and let in some air"
- "I need some fresh air"
- synonym:
- air
1. Ένα μείγμα αερίων (ειδικά οξυγόνο) που απαιτείται για την αναπνοή
- Τα πράγματα από τα οποία αποτελείται ο άνεμος
- "Ατμοσφαιρική ρύπανση"
- "Μια μυρωδιά των χημικών ουσιών στον αέρα"
- "Ανοίξτε ένα παράθυρο και αφήστε το σε λίγο αέρα"
- "Χρειάζομαι λίγο καθαρό αέρα"
- συνώνυμο:
- αέρας
2. The region above the ground
- "Her hand stopped in mid air"
- "He threw the ball into the air"
- synonym:
- air
2. Η περιοχή πάνω από το έδαφος
- "Το χέρι της σταμάτησε στον αέρα"
- "Πέταξε την μπάλα στον αέρα"
- συνώνυμο:
- αέρας
3. A distinctive but intangible quality surrounding a person or thing
- "An air of mystery"
- "The house had a neglected air"
- "An atmosphere of defeat pervaded the candidate's headquarters"
- "The place had an aura of romance"
- synonym:
- air ,
- aura ,
- atmosphere
3. Μια διακριτική αλλά άυλη ποιότητα που περιβάλλει ένα άτομο ή πράγμα
- "Ένας αέρας μυστηρίου"
- "Το σπίτι είχε παραμελημένο αέρα"
- "Μια ατμόσφαιρα ήττας διαπέρασε την έδρα του υποψηφίου"
- "Ο τόπος είχε μια αύρα ρομαντισμού"
- συνώνυμο:
- αέρας ,
- αύρα ,
- ατμόσφαιρα
4. A slight wind (usually refreshing)
- "The breeze was cooled by the lake"
- "As he waited he could feel the air on his neck"
- synonym:
- breeze ,
- zephyr ,
- gentle wind ,
- air
4. Ένας ελαφρύς άνεμος (συνήθως δροσιστικό)
- "Το αεράκι κρυώθηκε δίπλα στη λίμνη"
- "Καθώς περίμενε μπορούσε να αισθανθεί τον αέρα στο λαιμό του"
- συνώνυμο:
- αεράκι ,
- ζέφυροσ ,
- απαλός άνεμος ,
- αέρας
5. The mass of air surrounding the earth
- "There was great heat as the comet entered the atmosphere"
- "It was exposed to the air"
- synonym:
- atmosphere ,
- air
5. Η μάζα του αέρα που περιβάλλει τη γη
- "Υπήρχε μεγάλη θερμότητα καθώς ο κομήτης εισήλθε στην ατμόσφαιρα"
- "Εκτέθηκε στον αέρα"
- συνώνυμο:
- ατμόσφαιρα ,
- αέρας
6. Once thought to be one of four elements composing the universe (empedocles)
- synonym:
- air
6. Κάποτε θεωρείται ότι είναι ένα από τα τέσσερα στοιχεία που συνθέτουν το σύμπαν (εμπεδοκλής)
- συνώνυμο:
- αέρας
7. A succession of notes forming a distinctive sequence
- "She was humming an air from beethoven"
- synonym:
- tune ,
- melody ,
- air ,
- strain ,
- melodic line ,
- line ,
- melodic phrase
7. Μια διαδοχή σημειώσεων που σχηματίζουν μια διακριτική ακολουθία
- "Μουρμουρίζει έναν αέρα από τον μπετόβεν"
- συνώνυμο:
- τραγουδώ ,
- μελωδία ,
- αέρας ,
- στέλεχος ,
- μελωδική γραμμή ,
- γραμμή ,
- μελωδική φράση
8. Medium for radio and television broadcasting
- "The program was on the air from 9 til midnight"
- "The president used the airwaves to take his message to the people"
- synonym:
- air ,
- airwave
8. Μέσο για τη ραδιοφωνική και τηλεοπτική μετάδοση
- "Το πρόγραμμα ήταν στον αέρα από τις 9 μέχρι τα μεσάνυχτα"
- "Ο πρόεδρος χρησιμοποίησε τα αεροπορικά κύματα για να πάρει το μήνυμά του στο λαό"
- συνώνυμο:
- αέρας ,
- αεροπορικό κύμα
9. Travel via aircraft
- "Air travel involves too much waiting in airports"
- "If you've time to spare go by air"
- synonym:
- air travel ,
- aviation ,
- air
9. Ταξίδι μέσω αεροσκάφους
- "Τα αεροπορικά ταξίδια περιλαμβάνουν υπερβολική αναμονή στα αεροδρόμια"
- "Αν έχετε χρόνο για να ελευθερώσετε από τον αέρα"
- συνώνυμο:
- αεροπορικά ταξίδια ,
- αεροπορία ,
- αέρας
verb
1. Expose to fresh air
- "Aerate your old sneakers"
- synonym:
- air out ,
- air ,
- aerate
1. Εκτίθενται σε καθαρό αέρα
- "Αερίστε τα παλιά σας πάνινα παπούτσια"
- συνώνυμο:
- αερίζω ,
- αέρας
2. Be broadcast
- "This show will air saturdays at 2 p.m."
- synonym:
- air
2. Μεταδίδω
- "Αυτή η παράσταση θα προβάλλει τα σάββατα στις 2 μ.μ."
- συνώνυμο:
- αέρας
3. Broadcast over the airwaves, as in radio or television
- "We cannot air this x-rated song"
- synonym:
- air ,
- send ,
- broadcast ,
- beam ,
- transmit
3. Εκπομπή πάνω από τα αεροπορικά κύματα, όπως στο ραδιόφωνο ή την τηλεόραση
- "Δεν μπορούμε να αερίσουμε αυτό το τραγούδι με τιμή χ"
- συνώνυμο:
- αέρας ,
- αποστολή ,
- μετάδοση ,
- ακτίνα ,
- μεταδίδω
4. Make public
- "She aired her opinions on welfare"
- synonym:
- publicize ,
- publicise ,
- air ,
- bare
4. Δημοσιοποιώ
- "Αυτή προβάλλει τις απόψεις της για την ευημερία"
- συνώνυμο:
- δημοσιοποιώ ,
- αέρας ,
- γυμνόσ
5. Expose to warm or heated air, so as to dry
- "Air linen"
- synonym:
- air
5. Εκθέστε στο ζεστό ή θερμαινόμενο αέρα, έτσι ώστε να στεγνώσει
- "Λινό αεροπλάνου"
- συνώνυμο:
- αέρας
6. Expose to cool or cold air so as to cool or freshen
- "Air the old winter clothes"
- "Air out the smoke-filled rooms"
- synonym:
- vent ,
- ventilate ,
- air out ,
- air
6. Εκτίθενται σε κρύο ή δροσερό αέρα για να κρυώσουν ή να φρεσκαριστούν
- "Τα παλιά χειμωνιάτικα ρούχα"
- "Βγάλτε τα δωμάτια γεμάτα καπνό"
- συνώνυμο:
- εξαερισμός ,
- αερίζω ,
- αέρας