Translation meaning & definition of the word "ail" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ταχυδρομείο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ail
[Δειλόσ]/el/
noun
1. Aromatic bulb used as seasoning
- synonym:
- garlic ,
- ail
1. Αρωματικός λαμπτήρας που χρησιμοποιείται ως καρύκευμα
- συνώνυμο:
- σκόρδο ,
- ασθένεια
verb
1. Be ill or unwell
- synonym:
- ail
1. Να είστε άρρωστοι ή αδιαθεσία
- συνώνυμο:
- ασθένεια
2. Cause bodily suffering to and make sick or indisposed
- synonym:
- trouble ,
- ail ,
- pain
2. Προκαλέστε σωματική ταλαιπωρία και αρρωστήστε ή αποθαρρύνετε
- συνώνυμο:
- πρόβλημα ,
- ασθένεια ,
- πόνος