Translation meaning & definition of the word "ai" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αι" στην ελληνική γλώσσα
Ai
[Αϊ]noun
1. An agency of the united states army responsible for providing timely and relevant and accurate and synchronized intelligence to tactical and operational and strategic level commanders
- synonym:
- Army Intelligence ,
- AI
1. Μια υπηρεσία του στρατού των ηνωμένων πολιτειών υπεύθυνη για την παροχή έγκαιρης και ακριβούς και συγχρονισμένης νοημοσύνης σε διοικητές
- συνώνυμο:
- Νοημοσύνη Στρατού ,
- ΑΪ
2. The branch of computer science that deal with writing computer programs that can solve problems creatively
- "Workers in ai hope to imitate or duplicate intelligence in computers and robots"
- synonym:
- artificial intelligence ,
- AI
2. Ο κλάδος της επιστήμης των υπολογιστών που ασχολείται με τη συγγραφή προγραμμάτων υπολογιστών που μπορούν να λύσουν προβλήματα δημιουργικά
- "Οι εργαζόμενοι στην αι ελπίζουν να μιμηθούν ή να αναπαραγάγουν τη νοημοσύνη σε υπολογιστές και ρομπότ"
- συνώνυμο:
- τεχνητή νοημοσύνη ,
- ΑΪ
3. A sloth that has three long claws on each forefoot and each hindfoot
- synonym:
- three-toed sloth ,
- ai ,
- Bradypus tridactylus
3. Μια πόρνη που έχει τρία μακριά νύχια σε κάθε μπροστινό πόδι και κάθε πίσω πόδι
- συνώνυμο:
- τρίποδο φουντίτσα ,
- αι ,
- Βραδύποδας τριδάκτυλος
4. The introduction of semen into the oviduct or uterus by some means other than sexual intercourse
- synonym:
- artificial insemination ,
- AI
4. Η εισαγωγή του σπέρματος στην ωοαγωγή ή τη μήτρα με άλλα μέσα εκτός από τη σεξουαλική επαφή
- συνώνυμο:
- τεχνητή γονιμοποίηση ,
- ΑΪ