Translation meaning & definition of the word "aguacate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επαγγελματική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Aguacate
[Αναβλύζω]/ægwəket/
noun
1. A pear-shaped tropical fruit with green or blackish skin and rich yellowish pulp enclosing a single large seed
- synonym:
- avocado ,
- alligator pear ,
- avocado pear ,
- aguacate
1. Ένα τροπικό φρούτο σε σχήμα αχλαδιού με πράσινο ή μαύρο δέρμα και πλούσιο κιτρινωπό πολτό που περικλείει έναν ενιαίο μεγάλο σπόρο
- συνώνυμο:
- αβοκάντο ,
- αχλάδι αλιγάτορα ,
- αχλάδι αβοκάντο ,
- αγωακικόσ