Translation meaning & definition of the word "agora" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αγορά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Agora
[Αγορά]/ægərə/
noun
1. 100 agorot equal 1 shekel in israel
- synonym:
- agora
1. 100 αγορότ ισούται με 1 σέκελ στο ισραήλ
- συνώνυμο:
- αγορά
2. The marketplace in ancient greece
- synonym:
- agora
2. Η αγορά στην αρχαία ελλάδα
- συνώνυμο:
- αγορά
3. A place of assembly for the people in ancient greece
- synonym:
- agora ,
- public square
3. Τόπος συναρμολόγησης για τους ανθρώπους στην αρχαία ελλάδα
- συνώνυμο:
- αγορά ,
- δημόσια πλατεία