Translation meaning & definition of the word "agony" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αγωνία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Agony
[Αγωνία]/ægəni/
noun
1. Intense feelings of suffering
- Acute mental or physical pain
- "An agony of doubt"
- "The torments of the damned"
- synonym:
- agony ,
- torment ,
- torture
1. Έντονα συναισθήματα πόνου
- Οξύ ψυχικό ή σωματικό πόνο
- "Μια αγωνία αμφιβολίας"
- "Τα βασανιστήρια των καταραμένων"
- συνώνυμο:
- αγωνία ,
- βασανιστήριο
2. A state of acute pain
- synonym:
- agony ,
- suffering ,
- excruciation
2. Κατάσταση οξύ πόνο
- συνώνυμο:
- αγωνία ,
- πόνος ,
- εξαγωγή
Examples of using
I just love to read the agony column in teenage magazines.
Μου αρέσει να διαβάζω τη στήλη αγωνίας σε εφηβικά περιοδικά.
She screamed in agony.
Φώναζε με αγωνία.
He held back a cry of agony.
Κρατούσε πίσω μια κραυγή αγωνίας.