Translation meaning & definition of the word "agonize" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αγωνοποίηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Agonize
[Αγωνίζω]/ægənaɪz/
verb
1. Cause to agonize
- synonym:
- agonize ,
- agonise
1. Αιτία να αγωνίζεσαι
- συνώνυμο:
- αγωνίζομαι ,
- αγωνιώ
2. Suffer agony or anguish
- synonym:
- agonize ,
- agonise
2. Υποφέρετε από αγωνία ή αγωνία
- συνώνυμο:
- αγωνίζομαι ,
- αγωνιώ