Translation meaning & definition of the word "agnostic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γνωστικός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Agnostic
[Αγνωστικιστική]/ægnɑstɪk/
noun
1. Someone who is doubtful or noncommittal about something
- synonym:
- agnostic ,
- doubter
1. Κάποιος που είναι αμφίβολος ή μη δεσμευμένος για κάτι
- συνώνυμο:
- αγνωστικιστική ,
- διπλασιαστήσ
2. A person who claims that they cannot have true knowledge about the existence of god (but does not deny that god might exist)
- synonym:
- agnostic
2. Ένα άτομο που ισχυρίζεται ότι δεν μπορεί να έχει αληθινή γνώση για την ύπαρξη του θεού ( αλλά δεν αρνείται ότι ο θεός μπορεί να υπάρχει)
- συνώνυμο:
- αγνωστικιστική
adjective
1. Of or pertaining to an agnostic or agnosticism
- synonym:
- agnostic
1. Από ή σχετικά με έναν αγνωστικιστή ή αγνωστικισμό
- συνώνυμο:
- αγνωστικιστική
2. Uncertain of all claims to knowledge
- synonym:
- agnostic ,
- agnostical
2. Αβεβαιότητα όλων των ισχυρισμών για γνώση
- συνώνυμο:
- αγνωστικιστική
Examples of using
I'm an agnostic.
Είμαι αγνωστικιστής.