Translation meaning & definition of the word "agitator" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επαγγελματίας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Agitator
[Ενδυναμωτήσ]/æʤətetər/
noun
1. One who agitates
- A political troublemaker
- synonym:
- agitator ,
- fomenter
1. Αυτός που ταράζει
- Ένας πολιτικός ταραχοποιός
- συνώνυμο:
- ταραχοποιών ,
- φομέρ