Translation meaning & definition of the word "agitation" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παραδοχή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Agitation
[Διέγερση]/æʤəteʃən/
noun
1. A mental state of extreme emotional disturbance
- synonym:
- agitation
1. Μια ψυχική κατάσταση ακραίας συναισθηματικής διαταραχής
- συνώνυμο:
- αναταραχή
2. A state of agitation or turbulent change or development
- "The political ferment produced new leadership"
- "Social unrest"
- synonym:
- agitation ,
- ferment ,
- fermentation ,
- tempestuousness ,
- unrest
2. Μια κατάσταση αναταραχής ή ταραχώδους αλλαγής ή ανάπτυξης
- "Η πολιτική ζύμωση παρήγαγε νέα ηγεσία"
- "Κοινωνική αναταραχή"
- συνώνυμο:
- αναταραχή ,
- ζύμωση
3. The feeling of being agitated
- Not calm
- synonym:
- agitation
3. Το αίσθημα της αναταραχής
- Δεν είναι ήρεμη
- συνώνυμο:
- αναταραχή
4. Disturbance usually in protest
- synonym:
- agitation ,
- excitement ,
- turmoil ,
- upheaval ,
- hullabaloo
4. Η αναταραχή συνήθως σε διαμαρτυρία
- συνώνυμο:
- αναταραχή ,
- ενθουσιασμός ,
- αναβάτησ
5. The act of agitating something
- Causing it to move around (usually vigorously)
- synonym:
- agitation
5. Η πράξη της αναταραχής κάτι
- Προκαλώντας το να κινηθεί γύρω από (συνήθως έντονα)
- συνώνυμο:
- αναταραχή
Examples of using
Fred's agitation has now subsided, and he's sleeping peacefully.
Η αναταραχή του Φρεντ έχει πλέον υποχωρήσει και κοιμάται ειρηνικά.