Translation meaning & definition of the word "agitate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαβάζω" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Agitate
[Διασκεδάζω]/æʤətet/
verb
1. Try to stir up public opinion
- synonym:
- agitate ,
- foment ,
- stir up
1. Προσπαθήστε να αναδείξετε την κοινή γνώμη
- συνώνυμο:
- αναστατώνω ,
- υποδυόμενοσ ,
- ανακατώνω
2. Cause to be agitated, excited, or roused
- "The speaker charged up the crowd with his inflammatory remarks"
- synonym:
- agitate ,
- rouse ,
- turn on ,
- charge ,
- commove ,
- excite ,
- charge up
2. Αιτία να είναι ταραγμένος, ενθουσιασμένος, ή ξεσηκωμένος
- "Ο ομιλητής κατηγόρησε το πλήθος για τις φλεγμονώδεις παρατηρήσεις του"
- συνώνυμο:
- αναστατώνω ,
- παλιάνθρωποσ ,
- ενεργοποιώ ,
- χρέωση ,
- αναμειγνύω ,
- ενθουσιάζω ,
- φορτίζω
3. Exert oneself continuously, vigorously, or obtrusively to gain an end or engage in a crusade for a certain cause or person
- Be an advocate for
- "The liberal party pushed for reforms"
- "She is crusading for women's rights"
- "The dean is pushing for his favorite candidate"
- synonym:
- crusade ,
- fight ,
- press ,
- campaign ,
- push ,
- agitate
3. Ασκηθείτε συνεχώς, έντονα, ή παραπλανητικά για να κερδίσετε ένα τέλος ή να εμπλακείτε σε μια σταυροφορία για μια συγκεκριμένη αιτία
- Είμαι υπέρμαχος της
- "Το φιλελεύθερο κόμμα πίεσε για μεταρρυθμίσεις"
- "Σταυροφορεί για τα δικαιώματα των γυναικών"
- "Ο ντιν πιέζει για τον αγαπημένο του υποψήφιο"
- συνώνυμο:
- σταυροφορία ,
- πολεμώ ,
- πατήστε ,
- εκστρατεία ,
- ώθηση ,
- αναστατώνω
4. Move very slightly
- "He shifted in his seat"
- synonym:
- stir ,
- shift ,
- budge ,
- agitate
4. Κινηθείτε πολύ ελαφρώς
- "Μετατοπίστηκε στη θέση του"
- συνώνυμο:
- ανακατεύω ,
- μετατόπιση ,
- παπαγάλοσ ,
- αναστατώνω
5. Move or cause to move back and forth
- "The chemist shook the flask vigorously"
- "My hands were shaking"
- synonym:
- shake ,
- agitate
5. Μετακίνηση ή αιτία να κινηθεί πέρα δώθε
- "Ο χημικός τίναξε τη φιάλη δυνατά"
- "Τα χέρια μου έτρεμαν"
- συνώνυμο:
- ανακινώ ,
- αναστατώνω
6. Change the arrangement or position of
- synonym:
- agitate ,
- vex ,
- disturb ,
- commove ,
- shake up ,
- stir up ,
- raise up
6. Αλλάξτε τη ρύθμιση ή τη θέση του
- συνώνυμο:
- αναστατώνω ,
- βεχ ,
- ενοχλώ ,
- αναμειγνύω ,
- ανακινώ ,
- ανακατώνω ,
- ανυψώ