Translation meaning & definition of the word "agile" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "ευκίνητος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Agile
[Ευκίνητοσ]/æʤəl/
adjective
1. Moving quickly and lightly
- "Sleek and agile as a gymnast"
- "As nimble as a deer"
- "Nimble fingers"
- "Quick of foot"
- "The old dog was so spry it was halfway up the stairs before we could stop it"
- synonym:
- agile ,
- nimble ,
- quick ,
- spry
1. Κινείται γρήγορα και ελαφρά
- "Μαλακό και ευέλικτο ως γυμναστής"
- "Τόσο ευκίνητος όσο ένα ελάφι"
- "Ευκίνητα δάχτυλα"
- "Κουτί του ποδιού"
- "Το γέρικο σκυλί ήταν τόσο κατσαρόλα, ήταν στα μισά των σκαλοπατιών πριν μπορέσουμε να το σταματήσουμε"
- συνώνυμο:
- ευκίνητοσ ,
- γρήγορος ,
- είδοσ παντελόνι
2. Mentally quick
- "An agile mind"
- "Nimble wits"
- synonym:
- agile ,
- nimble
2. Διανοητικά γρήγορος
- "Ένα ευέλικτο μυαλό"
- "Ευγενής πνεύμα"
- συνώνυμο:
- ευκίνητοσ