Translation meaning & definition of the word "aggression" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επιθετικότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Aggression
[Επιθετικότητα]/əgrɛʃən/
noun
1. A disposition to behave aggressively
- synonym:
- aggression
1. Διάθεση να συμπεριφέρεται επιθετικά
- συνώνυμο:
- επιθετικότητα
2. A feeling of hostility that arouses thoughts of attack
- synonym:
- aggression ,
- aggressiveness
2. Αίσθημα εχθρότητας που προκαλεί σκέψεις επίθεσης
- συνώνυμο:
- επιθετικότητα
3. Violent action that is hostile and usually unprovoked
- synonym:
- aggression ,
- hostility
3. Βίαιη δράση που είναι εχθρική και συνήθως απρόκλητη
- συνώνυμο:
- επιθετικότητα ,
- εχθρότητα
4. The act of initiating hostilities
- synonym:
- aggression
4. Η πράξη της έναρξης των εχθροπραξιών
- συνώνυμο:
- επιθετικότητα
5. Deliberately unfriendly behavior
- synonym:
- aggression
5. Σκόπιμα εχθρική συμπεριφορά
- συνώνυμο:
- επιθετικότητα