Translation meaning & definition of the word "agent" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πράκτορας" στην ελληνική γλώσσα
Agent
[Πράκτορας]noun
1. An active and efficient cause
- Capable of producing a certain effect
- "Their research uncovered new disease agents"
- synonym:
- agent
1. Ενεργός και αποτελεσματική αιτία
- Ικανό να παράγει ένα ορισμένο αποτέλεσμα
- "Η έρευνά τους αποκάλυψε νέους παράγοντες ασθένειας"
- συνώνυμο:
- πράκτορας
2. A representative who acts on behalf of other persons or organizations
- synonym:
- agent
2. Εκπρόσωπος που ενεργεί για λογαριασμό άλλων προσώπων ή οργανισμών
- συνώνυμο:
- πράκτορας
3. A substance that exerts some force or effect
- synonym:
- agent
3. Μια ουσία που ασκεί κάποια δύναμη ή αποτέλεσμα
- συνώνυμο:
- πράκτορας
4. A businessman who buys or sells for another in exchange for a commission
- synonym:
- agent ,
- factor ,
- broker
4. Ένας επιχειρηματίας που αγοράζει ή πουλάει για έναν άλλο σε αντάλλαγμα για μια προμήθεια
- συνώνυμο:
- πράκτορας ,
- παράγοντας ,
- μεσίτης
5. Any agent or representative of a federal agency or bureau
- synonym:
- agent ,
- federal agent
5. Οποιοσδήποτε πράκτορας ή εκπρόσωπος ομοσπονδιακού οργανισμού ή γραφείου
- συνώνυμο:
- πράκτορας ,
- ομοσπονδιακός πράκτορας
6. The semantic role of the animate entity that instigates or causes the happening denoted by the verb in the clause
- synonym:
- agentive role ,
- agent
6. Ο σημασιολογικός ρόλος της έμψυχης οντότητας που υποκινεί ή προκαλεί το γεγονός που υποδηλώνει το ρήμα στη ρήτρα
- συνώνυμο:
- παράγοντας ρόλος ,
- πράκτορας