Translation meaning & definition of the word "agenda" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ατζέντα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Agenda
[Ατζέντα]/əʤɛndə/
noun
1. A temporally organized plan for matters to be attended to
- synonym:
- agenda ,
- docket ,
- schedule
1. Ένα χρονικά οργανωμένο σχέδιο για τα θέματα που πρέπει να παρακολουθούνται
- συνώνυμο:
- ημερήσια διάταξη ,
- ντουλάπι ,
- πρόγραμμα
2. A list of matters to be taken up (as at a meeting)
- synonym:
- agenda ,
- agendum ,
- order of business
2. Κατάλογος των θεμάτων που πρέπει να ληφθούν υπόψη σε μια συνάντηση(
- συνώνυμο:
- ημερήσια διάταξη ,
- ατζέντο ,
- επιχειρηματική σειρά
Examples of using
Those agenda items were discussed together.
Τα θέματα της ημερήσιας διάταξης συζητήθηκαν μαζί.