Translation meaning & definition of the word "aged" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ηλικία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Aged
[Ηλικιωμένο]/eʤd/
noun
1. People who are old collectively
- "Special arrangements were available for the aged"
- synonym:
- aged ,
- elderly
1. Ανθρώπους που είναι ηλικιωμένοι συλλογικά
- "Οι ειδικές ρυθμίσεις ήταν διαθέσιμες για τους ηλικιωμένους"
- συνώνυμο:
- ηλικιωμένοσ
adjective
1. Advanced in years
- (`aged' is pronounced as two syllables)
- "Aged members of the society"
- "Elderly residents could remember the construction of the first skyscraper"
- "Senior citizen"
- synonym:
- aged ,
- elderly ,
- older ,
- senior
1. Προχωρημένος στα χρόνια
- (`ηλικίας προφέρεται ως δύο συλλαβές)
- "Ηλικιωμένα μέλη της κοινωνίας"
- "Οι περισσότεροι κάτοικοι θα μπορούσαν να θυμηθούν την κατασκευή του πρώτου ουρανοξύστη"
- "Ανώτερος πολίτης"
- συνώνυμο:
- ηλικιωμένοσ ,
- μεγαλύτερησ ,
- ανώτερος
2. At an advanced stage of erosion (pronounced as one syllable)
- "Aged rocks"
- synonym:
- aged
2. Σε προχωρημένο στάδιο διάβρωσης (προφέρεται ως ένα συλλαβήσιμο)
- "Ηλικιωμένοι βράχοι"
- συνώνυμο:
- ηλικιωμένοσ
3. Having attained a specific age
- (`aged' is pronounced as one syllable)
- "Aged ten"
- "Ten years of age"
- synonym:
- aged(a) ,
- of age(p)
3. Έχοντας φτάσει σε μια συγκεκριμένη ηλικία
- (`ηλικίας προφέρεται ως μια συλλαβή)
- "Ηλικία δέκα ετών"
- "Δέκα ετών"
- συνώνυμο:
- παλαια() ,
- ηλικία()
4. Of wines, fruit, cheeses
- Having reached a desired or final condition
- (`aged' pronounced as one syllable)
- "Mature well-aged cheeses"
- synonym:
- aged ,
- ripened
4. Από κρασιά, φρούτα, τυριά
- Έχοντας φτάσει στην επιθυμητή ή τελική κατάσταση
- (``προφέρεται ως μία συλλαβή)
- "Ώριμα καλά ηλικιωμένα τυριά"
- συνώνυμο:
- ηλικιωμένοσ ,
- ωρίμασε
5. (used of tobacco) aging as a preservative process (`aged' is pronounced as one syllable)
- synonym:
- aged ,
- cured
5. (χρησιμοποιείται για τη γήρανση του καπν) ως συντηρητική διαδικασία (`ηλικίας είναι έντονη ως μία συλλαβή)
- συνώνυμο:
- ηλικιωμένοσ ,
- θεραπεύω
Examples of using
He has aged a great deal lately.
Έχει γεράσει πολύ τελευταία.
She is aged seventeen.
Είναι δεκαεπτά ετών.