Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "age" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ηλικία" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Age

[Ηλικία]
/eʤ/

noun

1. How long something has existed

  • "It was replaced because of its age"
    synonym:
  • age

1. Πόσο καιρό υπάρχει κάτι

  • "Αντικαταστάθηκε λόγω της ηλικίας του"
    συνώνυμο:
  • ηλικία

2. An era of history having some distinctive feature

  • "We live in a litigious age"
    synonym:
  • historic period
  • ,
  • age

2. Μια εποχή ιστορίας με κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό

  • "Ζούμε σε μια θρησκευτική εποχή"
    συνώνυμο:
  • ιστορική περίοδος
  • ,
  • ηλικία

3. A time of life (usually defined in years) at which some particular qualification or power arises

  • "She was now of school age"
  • "Tall for his eld"
    synonym:
  • age
  • ,
  • eld

3. Μια περίοδος ζωής (συνήθως ορίζεται σε χρόνια) στην οποία προκύπτει κάποιο συγκεκριμένο προσόν ή δύναμη

  • "Τώρα ήταν σε σχολική ηλικία"
  • "Ψηλά για τον μεγαλύτερο"
    συνώνυμο:
  • ηλικία
  • ,
  • μεγαλύτερος

4. A prolonged period of time

  • "We've known each other for ages"
  • "I haven't been there for years and years"
    synonym:
  • long time
  • ,
  • age
  • ,
  • years

4. Παρατεταμένη χρονική περίοδος

  • "Γνωριζόμαστε εδώ και αιώνες"
  • "Δεν είμαι εκεί για χρόνια και χρόνια"
    συνώνυμο:
  • μακροχρόνιος
  • ,
  • ηλικία
  • ,
  • χρόνια

5. A late time of life

  • "Old age is not for sissies"
  • "He's showing his years"
  • "Age hasn't slowed him down at all"
  • "A beard white with eld"
  • "On the brink of geezerhood"
    synonym:
  • old age
  • ,
  • years
  • ,
  • age
  • ,
  • eld
  • ,
  • geezerhood

5. Μια καθυστερημένη στιγμή της ζωής

  • "Η παλιά ηλικία δεν είναι για τις σίσσες"
  • "Δείχνει τα χρόνια του"
  • "Δεν τον επιβράδυνε καθόλου"
  • "Μια γενειάδα λευκή με μεγαλύτερη"
  • "Στο χείλος της ελευθερίας"
    συνώνυμο:
  • γήρας
  • ,
  • χρόνια
  • ,
  • ηλικία
  • ,
  • μεγαλύτερος
  • ,
  • εκτροφήσ

verb

1. Begin to seem older

  • Get older
  • "The death of his wife caused him to age fast"
    synonym:
  • age

1. Αρχίστε να φαίνεστε μεγαλύτεροι

  • Γερνάω
  • "Ο θάνατος της συζύγου του τον έκανε να γεράσει γρήγορα"
    συνώνυμο:
  • ηλικία

2. Grow old or older

  • "She aged gracefully"
  • "We age every day--what a depressing thought!"
  • "Young men senesce"
    synonym:
  • senesce
  • ,
  • age
  • ,
  • get on
  • ,
  • mature
  • ,
  • maturate

2. Μεγαλώνουν ή γερνούν

  • "Ηλικίασε χαριτωμένα"
  • "Μεγαλώνουμε κάθε μέρα - τι καταθλιπτική σκέψη!"
  • "Νέοι άνδρες γερουσιάζουν"
    συνώνυμο:
  • ανατρέπω
  • ,
  • ηλικία
  • ,
  • προχωρώ
  • ,
  • ώριμος
  • ,
  • ωριμάζω

3. Make older

  • "The death of his child aged him tremendously"
    synonym:
  • age

3. Γερνάω

  • "Ο θάνατος του παιδιού του τον γερνάει τρομερά"
    συνώνυμο:
  • ηλικία

Examples of using

I understand Tom salted away a good deal for his old age.
Καταλαβαίνω ότι ο Τομ άλαξε πολλά για τα γηρατειά του.
Tom refuses to retire in spite of his age.
Ο Τομ αρνείται να αποσυρθεί παρά την ηλικία του.
Being a healthy eater will not stop you gaining weight once you hit middle age, Australian researchers have found.
Όντας ένας υγιεινός τρώγοντας δεν θα σας σταματήσει να κερδίζετε βάρος μόλις χτυπήσετε μέση ηλικία, ανακάλυψαν Αυστραλοί ερευνητές.