Translation meaning & definition of the word "agate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "αναγνώστης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Agate
[Αχάτησ]/ægət/
noun
1. An impure form of quartz consisting of banded chalcedony
- Used as a gemstone and for making mortars and pestles
- synonym:
- agate
1. Μια ακάθαρτη μορφή χαλαζία που αποτελείται από επίδεσμο χαλκηδόνιο
- Χρησιμοποιείται ως πολύτιμος λίθος και για την κατασκευή κονιαμάτων και γουδοχέρια
- συνώνυμο:
- αχάτησ