Translation meaning & definition of the word "agape" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "αταξία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Agape
[Αγαπώ]/əgep/
noun
1. (christian theology) the love of god or christ for mankind
- synonym:
- agape
1. (χριστιανική θεολογία) η αγάπη του θεού ή του χριστού για την ανθρωπότητα
- συνώνυμο:
- αγαπώ
2. Selfless love of one person for another without sexual implications (especially love that is spiritual in nature)
- synonym:
- agape ,
- agape love
2. Ανιδιοτελής αγάπη ενός ατόμου για ένα άλλο χωρίς σεξουαλικές επιπτώσεις (ειδικά αγάπη που είναι πνευματική στη φύση)
- συνώνυμο:
- αγαπώ ,
- αγάπη για τον αγαπημένο
3. A religious meal shared as a sign of love and fellowship
- synonym:
- agape ,
- love feast
3. Ένα θρησκευτικό γεύμα που μοιράζεται ως ένδειξη αγάπης και συναναστροφής
- συνώνυμο:
- αγαπώ ,
- γιορτή αγάπης
adjective
1. With the mouth wide open as in wonder or awe
- "The gaping audience"
- "We stood there agape with wonder"
- "With mouth agape"
- synonym:
- agape(p) ,
- gaping
1. Με το στόμα ανοιχτό όπως στο θαύμα ή στο δέος
- "Το ανοιχτό κοινό"
- "Στεκόμασταν εκεί με αγωνία"
- "Με το στόμα αχάπη"
- συνώνυμο:
- αγαπη() ,
- ανοιχτό